- ξηρόφυτος
- -η, -ο1. (για φυτά) αυτός που φυτρώνει σε ξηρούς τόπους2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξηρόφυταβοτ. είδη φυτών που ευδοκιμούν σε ξηρό περιβάλλον είτε σε περιοχές όπου υπάρχει περιορισμένη παροχή νερού, λ.χ. ερήμους ή αμμώδεις θίνες, είτε σε περιοχές όπου υπάρχει νερό αλλά δεν είναι απολήψιμο από τα φυτά, λ.χ. σε αλμυρά έλη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xerophyte < ξηρός + φυτό].
Dictionary of Greek. 2013.